Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
View word page
ἀπεριέργαστος
not wrought carefully, simple
ShortDef
not wrought carefully, simple
Debugging
Headword:
ἀπεριέργαστος
Headword (normalized):
ἀπεριέργαστος
Headword (normalized/stripped):
απεριεργαστος
IDX:
10415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10416
Key:
Data
{'content': 'not wrought carefully, simple'}