Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
View word page
ἀπεριγένητος
not to be overcome

ShortDef

not to be overcome

Debugging

Headword:
ἀπεριγένητος
Headword (normalized):
ἀπεριγένητος
Headword (normalized/stripped):
απεριγενητος
IDX:
10412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10413
Key:

Data

{'content': 'not to be overcome'}