Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
View word page
ἀπεριάγνιστος
not purified
ShortDef
not purified
Debugging
Headword:
ἀπεριάγνιστος
Headword (normalized):
ἀπεριάγνιστος
Headword (normalized/stripped):
απεριαγνιστος
IDX:
10410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10411
Key:
Data
{'content': 'not purified'}