Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
View word page
ἄδεσμος
unfettered, unbound
ShortDef
unfettered, unbound
Debugging
Headword:
ἄδεσμος
Headword (normalized):
ἄδεσμος
Headword (normalized/stripped):
αδεσμος
IDX:
1040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1041
Key:
Data
{'content': 'unfettered, unbound'}