Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεργαστικός
ἄπεργος
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
View word page
ἀπερημόομαι
to be left destitute of

ShortDef

to be left destitute of

Debugging

Headword:
ἀπερημόομαι
Headword (normalized):
ἀπερημόομαι
Headword (normalized/stripped):
απερημοομαι
IDX:
10408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10409
Key:

Data

{'content': 'to be left destitute of'}