Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἄπεργος
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
View word page
ἀπερεύγομαι
belch forth, disgorge

ShortDef

belch forth, disgorge

Debugging

Headword:
ἀπερεύγομαι
Headword (normalized):
ἀπερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
απερευγομαι
IDX:
10406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10407
Key:

Data

{'content': 'belch forth, disgorge'}