Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπεράτωτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἄπεργος
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
View word page
ἀπέρεισις
leaning upon, pressure, resistance
ShortDef
leaning upon, pressure, resistance
Debugging
Headword:
ἀπέρεισις
Headword (normalized):
ἀπέρεισις
Headword (normalized/stripped):
απερεισις
IDX:
10404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10405
Key:
Data
{'content': 'leaning upon, pressure, resistance'}