Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπέρατος
ἀπέρατος2
ἀπεράτωτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἄπεργος
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
View word page
ἀπερείδω
to rest, fix, settle

ShortDef

to rest, fix, settle

Debugging

Headword:
ἀπερείδω
Headword (normalized):
ἀπερείδω
Headword (normalized/stripped):
απερειδω
IDX:
10402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10403
Key:

Data

{'content': 'to rest, fix, settle'}