Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπέραστος
ἀπερατέον
ἀπέρατος
ἀπέρατος2
ἀπεράτωτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἄπεργος
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
View word page
ἀπέρδω
to bring to an end, finish

ShortDef

to bring to an end, finish

Debugging

Headword:
ἀπέρδω
Headword (normalized):
ἀπέρδω
Headword (normalized/stripped):
απερδω
IDX:
10400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10401
Key:

Data

{'content': 'to bring to an end, finish'}