Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
View word page
ἀδέρματος
withoutskin
ShortDef
withoutskin
Debugging
Headword:
ἀδέρματος
Headword (normalized):
ἀδέρματος
Headword (normalized/stripped):
αδερματος
IDX:
1039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1040
Key:
Data
{'content': 'withoutskin'}