Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπέραντος
ἀπέρασις
ἀπέραστος
ἀπερατέον
ἀπέρατος
ἀπέρατος2
ἀπεράτωτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἄπεργος
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
View word page
ἀπεργαστικός
fit for finishing, causing

ShortDef

fit for finishing, causing

Debugging

Headword:
ἀπεργαστικός
Headword (normalized):
ἀπεργαστικός
Headword (normalized/stripped):
απεργαστικος
IDX:
10398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10399
Key:

Data

{'content': 'fit for finishing, causing'}