Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπεραντολόγος
ἀπέραντος
ἀπέρασις
ἀπέραστος
ἀπερατέον
ἀπέρατος
ἀπέρατος2
ἀπεράτωτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἄπεργος
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
View word page
ἀπεργασία
a finishing off, completing
ShortDef
a finishing off, completing
Debugging
Headword:
ἀπεργασία
Headword (normalized):
ἀπεργασία
Headword (normalized/stripped):
απεργασια
IDX:
10397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10398
Key:
Data
{'content': 'a finishing off, completing'}