Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄπεπτος
ἀπεραντολογέω
ἀπεραντολόγος
ἀπέραντος
ἀπέρασις
ἀπέραστος
ἀπερατέον
ἀπέρατος
ἀπέρατος2
ἀπεράτωτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἄπεργος
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
View word page
ἀπεράω
vomit, disgorge
ShortDef
vomit, disgorge
Debugging
Headword:
ἀπεράω
Headword (normalized):
ἀπεράω
Headword (normalized/stripped):
απεραω
IDX:
10395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10396
Key:
Data
{'content': 'vomit, disgorge'}