Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄπεπλος
ἀπεπτέω
ἄπεπτος
ἀπεραντολογέω
ἀπεραντολόγος
ἀπέραντος
ἀπέρασις
ἀπέραστος
ἀπερατέον
ἀπέρατος
ἀπέρατος2
ἀπεράτωτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἄπεργος
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
View word page
ἀπέρατος2
boundless
ShortDef
not to be crossed
boundless
Debugging
Headword:
ἀπέρατος2
Headword (normalized):
ἀπέρατος
Headword (normalized/stripped):
απερατος2
IDX:
10393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10394
Key:
Data
{'content': 'boundless'}