Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεοικώς
ἀπέπαντος
ἀπεπείγομαι
ἀπέπειρος
ἄπεπλος
ἀπεπτέω
ἄπεπτος
ἀπεραντολογέω
ἀπεραντολόγος
ἀπέραντος
ἀπέρασις
ἀπέραστος
ἀπερατέον
ἀπέρατος
ἀπέρατος2
ἀπεράτωτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἄπεργος
View word page
ἀπέρασις
spitting out, vomiting

ShortDef

spitting out, vomiting

Debugging

Headword:
ἀπέρασις
Headword (normalized):
ἀπέρασις
Headword (normalized/stripped):
απερασις
IDX:
10389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10390
Key:

Data

{'content': 'spitting out, vomiting'}