Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
View word page
ἀδερκής
unseen, invisible

ShortDef

unseen, invisible

Debugging

Headword:
ἀδερκής
Headword (normalized):
ἀδερκής
Headword (normalized/stripped):
αδερκης
IDX:
1037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1038
Key:

Data

{'content': 'unseen, invisible'}