Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
View word page
Ἄδερ
Ader
ShortDef
Ader
Debugging
Headword:
Ἄδερ
Headword (normalized):
ἄδερ
Headword (normalized/stripped):
αδερ
IDX:
1036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1037
Key:
Data
{'content': 'Ader'}