Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπεμπολάω
ἀπεμπολή
ἀπεμπόλησις
ἀπεμπολητής
ἀπεμφαίνω
ἀπέμφασις
ἀπεμφερής
ἀπέναντι
ἀπεναντίον
ἀπεναντίος
ἀπεναρίζω
ἀπενεόομαι
ἀπενθής
ἀπενιαυτέω
ἀπενιαύτησις
ἀπενιαυτίζω
ἀπεννέπω
ἀπεντάσσω
ἀπεντεῦθεν
ἀπεξαιρέω
ἀπεξαρτάω
View word page
ἀπεναρίζω
to strip
ShortDef
to strip
Debugging
Headword:
ἀπεναρίζω
Headword (normalized):
ἀπεναρίζω
Headword (normalized/stripped):
απεναριζω
IDX:
10363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10364
Key:
Data
{'content': 'to strip'}