Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
View word page
ἀδέξιος
left-handed, awkward

ShortDef

left-handed, awkward

Debugging

Headword:
ἀδέξιος
Headword (normalized):
ἀδέξιος
Headword (normalized/stripped):
αδεξιος
IDX:
1035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1036
Key:

Data

{'content': 'left-handed, awkward'}