Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπελπίζω
ἀπελπισμός
ἀπελπιστέον
ἀπελπιστία
ἀπέλπιστος
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεμπολή
ἀπεμπόλησις
ἀπεμπολητής
ἀπεμφαίνω
ἀπέμφασις
ἀπεμφερής
ἀπέναντι
ἀπεναντίον
ἀπεναντίος
ἀπεναρίζω
ἀπενεόομαι
ἀπενθής
ἀπενιαυτέω
ἀπενιαύτησις
View word page
ἀπεμφαίνω
to be incongruous, inconsistent
ShortDef
to be incongruous, inconsistent
Debugging
Headword:
ἀπεμφαίνω
Headword (normalized):
ἀπεμφαίνω
Headword (normalized/stripped):
απεμφαινω
IDX:
10357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10358
Key:
Data
{'content': 'to be incongruous, inconsistent'}