Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπελίσσω
ἀπελλαῖα
ἄπελος
ἀπελπίζω
ἀπελπισμός
ἀπελπιστέον
ἀπελπιστία
ἀπέλπιστος
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεμπολή
ἀπεμπόλησις
ἀπεμπολητής
ἀπεμφαίνω
ἀπέμφασις
ἀπεμφερής
ἀπέναντι
ἀπεναντίον
ἀπεναντίος
ἀπεναρίζω
ἀπενεόομαι
View word page
ἀπεμπολή
sale

ShortDef

sale

Debugging

Headword:
ἀπεμπολή
Headword (normalized):
ἀπεμπολή
Headword (normalized/stripped):
απεμπολη
IDX:
10354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10355
Key:

Data

{'content': 'sale'}