Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπελευθερωτικός
ἀπέλευσις
ἀπελίσσω
ἀπελλαῖα
ἄπελος
ἀπελπίζω
ἀπελπισμός
ἀπελπιστέον
ἀπελπιστία
ἀπέλπιστος
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεμπολή
ἀπεμπόλησις
ἀπεμπολητής
ἀπεμφαίνω
ἀπέμφασις
ἀπεμφερής
ἀπέναντι
ἀπεναντίον
ἀπεναντίος
View word page
ἀπεμέω
to spit up, vomit forth

ShortDef

to spit up, vomit forth

Debugging

Headword:
ἀπεμέω
Headword (normalized):
ἀπεμέω
Headword (normalized/stripped):
απεμεω
IDX:
10352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10353
Key:

Data

{'content': 'to spit up, vomit forth'}