Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδελφοκτονία
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
View word page
ἀδενοειδής
glandular
ShortDef
glandular
Debugging
Headword:
ἀδενοειδής
Headword (normalized):
ἀδενοειδής
Headword (normalized/stripped):
αδενοειδης
IDX:
1034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1035
Key:
Data
{'content': 'glandular'}