Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπελευθερισμός
ἀπελευθεριωτής
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελευθερωτικός
ἀπέλευσις
ἀπελίσσω
ἀπελλαῖα
ἄπελος
ἀπελπίζω
ἀπελπισμός
ἀπελπιστέον
ἀπελπιστία
ἀπέλπιστος
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεμπολή
ἀπεμπόλησις
ἀπεμπολητής
ἀπεμφαίνω
View word page
ἀπελπίζω
to give up in despair, to despair
ShortDef
to give up in despair, to despair
Debugging
Headword:
ἀπελπίζω
Headword (normalized):
ἀπελπίζω
Headword (normalized/stripped):
απελπιζω
IDX:
10347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10348
Key:
Data
{'content': 'to give up in despair, to despair'}