Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελέκητος
ἀπελευθερία
ἀπελευθεριάζω
ἀπελευθερικός
ἀπελευθερισμός
ἀπελευθεριωτής
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελευθερωτικός
ἀπέλευσις
ἀπελίσσω
ἀπελλαῖα
ἄπελος
ἀπελπίζω
ἀπελπισμός
ἀπελπιστέον
ἀπελπιστία
View word page
ἀπελευθερόω
to emancipate

ShortDef

to emancipate

Debugging

Headword:
ἀπελευθερόω
Headword (normalized):
ἀπελευθερόω
Headword (normalized/stripped):
απελευθεροω
IDX:
10340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10341
Key:

Data

{'content': 'to emancipate'}