Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπελεγκτής
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελέκητος
ἀπελευθερία
ἀπελευθεριάζω
ἀπελευθερικός
ἀπελευθερισμός
ἀπελευθεριωτής
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελευθερωτικός
ἀπέλευσις
ἀπελίσσω
ἀπελλαῖα
ἄπελος
ἀπελπίζω
ἀπελπισμός
ἀπελπιστέον
View word page
ἀπελεύθερος
an emancipated slave, a freedman

ShortDef

an emancipated slave, a freedman

Debugging

Headword:
ἀπελεύθερος
Headword (normalized):
ἀπελεύθερος
Headword (normalized/stripped):
απελευθερος
IDX:
10339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10340
Key:

Data

{'content': 'an emancipated slave, a freedman'}