Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδελφοκτονέω
ἀδελφοκτονία
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
View word page
ἄδενδρος
without trees
ShortDef
without trees
Debugging
Headword:
ἄδενδρος
Headword (normalized):
ἄδενδρος
Headword (normalized/stripped):
αδενδρος
IDX:
1033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1034
Key:
Data
{'content': 'without trees'}