Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπέλαστος
ἀπελατέος
ἀπελάτης
ἀπελαύνω
ἀπελεγκτής
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελέκητος
ἀπελευθερία
ἀπελευθεριάζω
ἀπελευθερικός
ἀπελευθερισμός
ἀπελευθεριωτής
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελευθερωτικός
ἀπέλευσις
ἀπελίσσω
ἀπελλαῖα
View word page
ἀπελευθεριάζω
to be free, act freely

ShortDef

to be free, act freely

Debugging

Headword:
ἀπελευθεριάζω
Headword (normalized):
ἀπελευθεριάζω
Headword (normalized/stripped):
απελευθεριαζω
IDX:
10335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10336
Key:

Data

{'content': 'to be free, act freely'}