Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπελασία
ἀπέλασις
ἀπέλαστος
ἀπελατέος
ἀπελάτης
ἀπελαύνω
ἀπελεγκτής
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελέκητος
ἀπελευθερία
ἀπελευθεριάζω
ἀπελευθερικός
ἀπελευθερισμός
ἀπελευθεριωτής
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελευθερωτικός
ἀπέλευσις
View word page
ἀπελέκητος
unhewn, unwrought

ShortDef

unhewn, unwrought

Debugging

Headword:
ἀπελέκητος
Headword (normalized):
ἀπελέκητος
Headword (normalized/stripped):
απελεκητος
IDX:
10333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10334
Key:

Data

{'content': 'unhewn, unwrought'}