Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδελφόθεν
ἀδελφοκτονέω
ἀδελφοκτονία
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
View word page
ἀδέμνιος
unwedded to
ShortDef
unwedded to
Debugging
Headword:
ἀδέμνιος
Headword (normalized):
ἀδέμνιος
Headword (normalized/stripped):
αδεμνιος
IDX:
1032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1033
Key:
Data
{'content': 'unwedded to'}