Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεκεῖθεν
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπεκλέγομαι
ἀπεκλεκτικός
ἀπεκλογή
ἀπεκλύω
ἀπεκρίπτω
ἀπέκτασις
ἀπεκτείνω
ἀπέκτητος
ἄπεκτος
ἀπελασία
ἀπέλασις
ἀπέλαστος
ἀπελατέος
ἀπελάτης
ἀπελαύνω
ἀπελεγκτής
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
View word page
ἄπεκτος
uncombed

ShortDef

uncombed

Debugging

Headword:
ἄπεκτος
Headword (normalized):
ἄπεκτος
Headword (normalized/stripped):
απεκτος
IDX:
10322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10323
Key:

Data

{'content': 'uncombed'}