Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπέκδοσις
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκεῖθεν
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπεκλέγομαι
ἀπεκλεκτικός
ἀπεκλογή
ἀπεκλύω
ἀπεκρίπτω
ἀπέκτασις
ἀπεκτείνω
ἀπέκτητος
ἄπεκτος
ἀπελασία
ἀπέλασις
ἀπέλαστος
ἀπελατέος
ἀπελάτης
ἀπελαύνω
ἀπελεγκτής
View word page
ἀπέκτασις
spreading out
ShortDef
spreading out
Debugging
Headword:
ἀπέκτασις
Headword (normalized):
ἀπέκτασις
Headword (normalized/stripped):
απεκτασις
IDX:
10319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10320
Key:
Data
{'content': 'spreading out'}