Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἄπειστος
ἀπέκ
ἀπεκβαίνω
ἀπεκβάλλω
ἀπεκβιόω
ἀπεκβολή
ἀπέκγονος
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδίδωμι
ἀπέκδοσις
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκεῖθεν
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπεκλέγομαι
ἀπεκλεκτικός
ἀπεκλογή
View word page
ἀπέκγονος
great-great-grandchild

ShortDef

great-great-grandchild

Debugging

Headword:
ἀπέκγονος
Headword (normalized):
ἀπέκγονος
Headword (normalized/stripped):
απεκγονος
IDX:
10306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10307
Key:

Data

{'content': 'great-great-grandchild'}