Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἄπειστος
ἀπέκ
ἀπεκβαίνω
ἀπεκβάλλω
ἀπεκβιόω
ἀπεκβολή
ἀπέκγονος
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδίδωμι
ἀπέκδοσις
View word page
ἀπείρων2
boundless, endless, countless

ShortDef

without experience, ignorant
boundless, endless, countless

Debugging

Headword:
ἀπείρων2
Headword (normalized):
ἀπείρων
Headword (normalized/stripped):
απειρων2
IDX:
10299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10300
Key:

Data

{'content': 'boundless, endless, countless'}