Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδέλφιον
ἀδελφίς
ἀδελφοδότης
ἀδελφόθεν
ἀδελφοκτονέω
ἀδελφοκτονία
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
View word page
ἀδελφοπρεπῶς
as befits a brother

ShortDef

as befits a brother

Debugging

Headword:
ἀδελφοπρεπῶς
Headword (normalized):
ἀδελφοπρεπῶς
Headword (normalized/stripped):
αδελφοπρεπως
IDX:
1029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1030
Key:

Data

{'content': 'as befits a brother'}