Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειροπόλεμος
ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἄπειστος
ἀπέκ
ἀπεκβαίνω
ἀπεκβάλλω
ἀπεκβιόω
ἀπεκβολή
ἀπέκγονος
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδίδωμι
View word page
ἀπείρων
without experience, ignorant

ShortDef

without experience, ignorant
boundless, endless, countless

Debugging

Headword:
ἀπείρων
Headword (normalized):
ἀπείρων
Headword (normalized/stripped):
απειρων
IDX:
10298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10299
Key:

Data

{'content': 'without experience, ignorant'}