Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπειροπλασίων
ἀπειροπληθής
ἀπειρόπλους
ἀπειροποιός
ἀπειροπόλεμος
ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἄπειστος
ἀπέκ
ἀπεκβαίνω
ἀπεκβάλλω
ἀπεκβιόω
View word page
ἀπειρότοκος
not having brought forth, virgin
ShortDef
not having brought forth, virgin
Debugging
Headword:
ἀπειρότοκος
Headword (normalized):
ἀπειρότοκος
Headword (normalized/stripped):
απειροτοκος
IDX:
10294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10295
Key:
Data
{'content': 'not having brought forth, virgin'}