Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειρόμοθος
ἀπειροπλασίων
ἀπειροπληθής
ἀπειρόπλους
ἀπειροποιός
ἀπειροπόλεμος
ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἄπειστος
ἀπέκ
ἀπεκβαίνω
ἀπεκβάλλω
View word page
ἀπειροτέρμων
limitless

ShortDef

limitless

Debugging

Headword:
ἀπειροτέρμων
Headword (normalized):
ἀπειροτέρμων
Headword (normalized/stripped):
απειροτερμων
IDX:
10293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10294
Key:

Data

{'content': 'limitless'}