Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειρομείζων
ἀπειρόμοθος
ἀπειροπλασίων
ἀπειροπληθής
ἀπειρόπλους
ἀπειροποιός
ἀπειροπόλεμος
ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἄπειστος
ἀπέκ
ἀπεκβαίνω
View word page
ἀπειροσύνη
inexperience

ShortDef

inexperience

Debugging

Headword:
ἀπειροσύνη
Headword (normalized):
ἀπειροσύνη
Headword (normalized/stripped):
απειροσυνη
IDX:
10292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10293
Key:

Data

{'content': 'inexperience'}