Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειρομεγέθης
ἀπειρομείζων
ἀπειρόμοθος
ἀπειροπλασίων
ἀπειροπληθής
ἀπειρόπλους
ἀπειροποιός
ἀπειροπόλεμος
ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἄπειστος
ἀπέκ
View word page
ἄπειρος2
boundless, infinite, countless

ShortDef

without trial, inexperienced
boundless, infinite, countless

Debugging

Headword:
ἄπειρος2
Headword (normalized):
ἄπειρος
Headword (normalized/stripped):
απειρος2
IDX:
10291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10292
Key:

Data

{'content': 'boundless, infinite, countless'}