Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπειρολογία
ἀπειρομάχας
ἀπειρομεγέθης
ἀπειρομείζων
ἀπειρόμοθος
ἀπειροπλασίων
ἀπειροπληθής
ἀπειρόπλους
ἀπειροποιός
ἀπειροπόλεμος
ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
ἀπειρόω
ἀπειρωδίν
ἀπείρων
ἀπείρων2
View word page
ἀπειρόπονος
unused to toil
ShortDef
unused to toil
Debugging
Headword:
ἀπειρόπονος
Headword (normalized):
ἀπειρόπονος
Headword (normalized/stripped):
απειροπονος
IDX:
10289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10290
Key:
Data
{'content': 'unused to toil'}