Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειροκαλεύομαι
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρολεχής
ἀπειρολογία
ἀπειρομάχας
ἀπειρομεγέθης
ἀπειρομείζων
ἀπειρόμοθος
ἀπειροπλασίων
ἀπειροπληθής
ἀπειρόπλους
ἀπειροποιός
ἀπειροπόλεμος
ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειροτέρμων
ἀπειρότοκος
ἀπειροχρόνιος
View word page
ἀπειροπληθής
infinitely great

ShortDef

infinitely great

Debugging

Headword:
ἀπειροπληθής
Headword (normalized):
ἀπειροπληθής
Headword (normalized/stripped):
απειροπληθης
IDX:
10285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10286
Key:

Data

{'content': 'infinitely great'}