Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειροειδής
ἀπειροθάλαττος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλεύομαι
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρολεχής
ἀπειρολογία
ἀπειρομάχας
ἀπειρομεγέθης
ἀπειρομείζων
ἀπειρόμοθος
ἀπειροπλασίων
ἀπειροπληθής
ἀπειρόπλους
ἀπειροποιός
ἀπειροπόλεμος
ἀπειρόπονος
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
View word page
ἀπειρομείζων
infinitely greater

ShortDef

infinitely greater

Debugging

Headword:
ἀπειρομείζων
Headword (normalized):
ἀπειρομείζων
Headword (normalized/stripped):
απειρομειζων
IDX:
10282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10283
Key:

Data

{'content': 'infinitely greater'}