Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδελφικός
ἀδέλφιξις
ἀδέλφιον
ἀδελφίς
ἀδελφοδότης
ἀδελφόθεν
ἀδελφοκτονέω
ἀδελφοκτονία
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφομιξία
ἀδελφόπαις
ἀδελφοποιός
ἀδελφοπρεπῶς
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
View word page
ἀδελφόπαις
brother's

ShortDef

brother's

Debugging

Headword:
ἀδελφόπαις
Headword (normalized):
ἀδελφόπαις
Headword (normalized/stripped):
αδελφοπαις
IDX:
1027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1028
Key:

Data

{'content': "brother's"}