Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγωνος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειροδιοικήτης
ἀπειρόδροσος
ἀπειροδύναμος
ἀπειροειδής
ἀπειροθάλαττος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλεύομαι
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρολεχής
ἀπειρολογία
ἀπειρομάχας
ἀπειρομεγέθης
ἀπειρομείζων
ἀπειρόμοθος
ἀπειροπλασίων
View word page
ἀπειρόκακος
without experience of evil, unused to evil
ShortDef
without experience of evil, unused to evil
Debugging
Headword:
ἀπειρόκακος
Headword (normalized):
ἀπειρόκακος
Headword (normalized/stripped):
απειροκακος
IDX:
10274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10275
Key:
Data
{'content': 'without experience of evil, unused to evil'}