Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπειρία
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγωνος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειροδιοικήτης
ἀπειρόδροσος
ἀπειροδύναμος
ἀπειροειδής
ἀπειροθάλαττος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλεύομαι
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρολεχής
ἀπειρολογία
ἀπειρομάχας
View word page
ἀπειρόδροσος
unused to dew, unbedewed

ShortDef

unused to dew, unbedewed

Debugging

Headword:
ἀπειρόδροσος
Headword (normalized):
ἀπειρόδροσος
Headword (normalized/stripped):
απειροδροσος
IDX:
10270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10271
Key:

Data

{'content': 'unused to dew, unbedewed'}