Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγωνος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειροδιοικήτης
ἀπειρόδροσος
ἀπειροδύναμος
ἀπειροειδής
ἀπειροθάλαττος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλεύομαι
ἀπειροκαλία
View word page
ἀπειρόγονος
infinitely generative

ShortDef

infinitely generative

Debugging

Headword:
ἀπειρόγονος
Headword (normalized):
ἀπειρόγονος
Headword (normalized/stripped):
απειρογονος
IDX:
10266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10267
Key:

Data

{'content': 'infinitely generative'}