Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγωνος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειροδιοικήτης
ἀπειρόδροσος
ἀπειροδύναμος
ἀπειροειδής
ἀπειροθάλαττος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλεύομαι
View word page
ἀπειρόγαμος
unwedded
ShortDef
unwedded
Debugging
Headword:
ἀπειρόγαμος
Headword (normalized):
ἀπειρόγαμος
Headword (normalized/stripped):
απειρογαμος
IDX:
10265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10266
Key:
Data
{'content': 'unwedded'}