Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπείρατος2
ἀπειραχῶς
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγωνος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειροδιοικήτης
ἀπειρόδροσος
ἀπειροδύναμος
ἀπειροειδής
ἀπειροθάλαττος
View word page
ἀπειρκτικός
keeping out

ShortDef

keeping out

Debugging

Headword:
ἀπειρκτικός
Headword (normalized):
ἀπειρκτικός
Headword (normalized/stripped):
απειρκτικος
IDX:
10263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10264
Key:

Data

{'content': 'keeping out'}