Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπείρατος
ἀπείρατος2
ἀπειραχῶς
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία2
ἀπείριτος
ἀπειρκτικός
ἀπειροβίως
ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος
ἀπειρόγωνος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειροδιοικήτης
ἀπειρόδροσος
ἀπειροδύναμος
ἀπειροειδής
View word page
ἀπείριτος
boundless, immense

ShortDef

boundless, immense

Debugging

Headword:
ἀπείριτος
Headword (normalized):
ἀπείριτος
Headword (normalized/stripped):
απειριτος
IDX:
10262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10263
Key:

Data

{'content': 'boundless, immense'}